Ζω από περιέργεια

Από τη Λαμπέτη στον Δαλαμάγκα

Τύπος προϊόντος:

simple

Εκδόσεις:

ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Σειρά:

Μαρτυρίες

Κατάσταση:

Άριστη

Διαθεσιμότητα:

Άμεσα διαθέσιμο

Έτος έκδοσης:

2000(8η έκδοση)
Κατηγορία:

Περιγραφή

Έλλη Λαμπέτη: “…Ξέρεις πόσο εύκολο πράγμα είναι να είσαι καλός ηθοποιός; Παίρνεις ένα κείμενο και το μελετάς. Γνωρίζεις και τι συμβαίνει γύρω σου, στο έργο. Κάποια στιγμή απευθύνεις το λόγο σε κάποιο πρόσωπο. Αυτό το πρόσωπο πρέπει να σου απαντήσει σαν να ‘χει πρωτακούσει αυτή τη λέξη που του λες, σαν να μην την ξέρει από το κείμενο. Αν αντιδράσει έτσι, σαν να ‘ναι απροετοίμαστος, σαν να διαλέγει τα λόγια που θα πει, αυτόματα, εξαιτίας όλου αυτού του μηχανισμού, παίζει καλά. Είναι καλός ηθοποιός… Ο Άρης Ρέτσος είναι είκοσι τριών ετών, αλλά μεγάλος ηθοποιός… Επίσης ο Αντώνης Καφετζόπουλος…” (1981)
Μελίνα: “…Στην Κατοχή, κάποιο βράδυ, πήγαμε με τη Δέσπω Διαμαντίδου και τον Ανδρέα Φιλιππίδη σε ένα μπαρ στην Ομόνοια. Μπήκανε τρεις Γερμανοί των Ες-Ες με σκυλιά. Άρχισα να μιλάω στα σκυλιά γαλλικά και να βρίζω τους Γερμανούς. Ένας απ’ όλους κατάλαβε ίσως τι έλεγα ή του άρεσα και μας φώναξε να μας κεράσει. Η Δέσπω και ο Ανδρέας φοβήθηκαν και πήγανε. Εγώ δεν σηκώθηκα από τη θέση μου. Έρχεται ο Γερμανός στο τραπέζι μου, κάθεται απέναντί μου, βγάζει το πιστόλι του και μου λέει να τον ακολουθήσω. Τον κοιτούσα κατάματα και κάγχαζα. “Θα σε σκοτώσω!” μου κάνει. “Δεν είσαι άντρας, δεν έχεις κότσια”, του λέω. Και μου ‘ριξε! Ευτυχώς η σφαίρα βρήκε κάτι σερβίτσια, κάτι γυαλικά και έφυγε αλλού…” (1980)
Γιώργης Δαλαμάγκας: “…Το πρώτο μου μαγαζί το ‘φτιαξα το 1932. Ήταν ένα τζαμί κι εγώ πήγα και το ‘κανα ταβέρνα. Είχα μέσα εβδομήντα μπόμπες ρετσίνα. Το “Σιντριβάνι” με τ’ όνομα… Εκεί γνώρισα και τον Ραούλ. Έναν Εβραίο με πολλά λεφτά. Αυτός ήτανε γλεντζές! Ο Ραούλ δούλευε στα καπνά, ήταν εξπέρ, που λένε, και τα κονόμαγε. Μόλις μάζευε μερικά χιλιάρικα -εκατομμύρια σημερινά- πηγαίναμε στο “Μεντιτερανέ”, τρώγαμε κι ύστερα μ’ ένα καραβάκι φεύγαμε κρουαζιέρα στο Θερμαϊκό. Μαζί μας πάντα είχαμε ωραίες γυναίκες και ορχήστρα με βιολιά και πιάνο. Κι όταν ερχόμαστε στο κέφι, άρπαζε ο Ραούλ το πιάνο και το πέταγε στη θάλασσα. Θα ‘χε πετάξει στη θάλασσα ίσαμε είκοσι πιάνα εκείνα τα χρόνια! Όχι σήμερα που πετάς κανένα πιάτο στην πίστα και κανείς τον καμπόσο…” (1972)

Σελίδες 246
ISBN 960-03-2887-0